ἐργαλεῖον
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
Ion. ἐργᾰλήϊον, Cret. ϝεργαλεῖον Schwyzer 180, τό
A(ἔργον) tool, instrument, Hdt.3.131, Th.6.44, Pl.Plt.281c, etc.
German (Pape)
[Seite 1019] τό, ion. ἐργαλήϊον, das Werkzeug; Her. 3, 131; ἐργαλεῖα ἑτοίμαζον εἰς τὸν ἐπιτειχισμόν Thuc. 7, 18; Plat. Polit. 281 c u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ἐργᾰλεῖον: Ἰων. -ήιον, τό, (ἔργον), ἐργαλεῖον, ὄργανον, Ἡρόδ. 3. 131. Θουκ. 6. 44, Πλάτ. Πολιτικ. 281C, κλ. -Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐργαλεῖον· ἐργαστήριον παρὰ Ταραντίνοις».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
instrument de travail, outil.
Étymologie: ἔργον.
Greek Monotonic
ἐργᾰλεῖον: Ιων. -ήϊον, τό (ἔργον), εργαλείο, όργανο, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἐργᾰλεῖον: ион. ἐργᾰλήϊον τό орудие, средство производства Her., Thuc., Plat., Plut.
Middle Liddell
ἔργον
a tool, instrument, Hdt., Thuc., etc.