εὐβλέφαρος
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ον,
A with beautiful eyelids, Δίκη AP14.122.
German (Pape)
[Seite 1058] mit schönen Augenlidern, Augen, Probl. 16 (XIV, 122).
Greek (Liddell-Scott)
εὐβλέφᾰρος: -ον, ἔχων ὡραῖα βλέφαρα, Ἀνθ. Π. 14. 122.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles paupières, aux beaux yeux.
Étymologie: εὖ, βλέφαρον.
Greek Monolingual
εὐβλέφαρος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία βλέφαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βλέφαρον.
Greek Monotonic
εὐβλέφᾰρος: -ον (βλέφαρον), αυτός που έχει ωραία βλέφαρα, όμορφα μάτια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐβλέφᾰρος: досл. с прекрасными веками, перен. ясно видящий, зоркий (Δίκη Anth.).