ἰήκοπος
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
German (Pape)
[Seite 1244] ἀρωγή, Eur. den Aeschylus parodirend bei Ar. Ran. 1265 ff., entweder von κόπτω, Weh schlagend od. Schlag wehrend, Schmerz überwältigend, od. von κόπος, wehleidvoll; Andere dachten an ἰάομαι, Drangsal heilend.
Greek (Liddell-Scott)
ἰήκοπος: -ον, ἐν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1265 ἀντὶ ἀνδροδάϊκτον... ἰήκοπον, νῦν γενικῶς δέχονται τὴν γραφὴν τοῦ Heath (ἰὴ κόπον), πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 860.
Russian (Dvoretsky)
ἰήκοπος: устраняющий страдание, побеждающий боль (ἀρωγή Arph. - v. l. ἰή, κόπον).