καταδάνειος
From LSJ
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
English (LSJ)
[δᾰ], ον,
A burdened with mortgages, D.S.17.109.
German (Pape)
[Seite 1345] verschuldet, οὐσία D. Sic. 17, 109.
Greek (Liddell-Scott)
καταδάνειος: ᾰ, ον, «ὑποθηκευμένος», «καταφορτωμένος ἀπὸ δάνεια», «βουτημένος εἰς τὰ χρέη», οὐσία Διόδ. 17. 109.
Greek Monolingual
καταδάνειος, -ον (Α)
αυτός που έχει επιβαρυνθεί με πολλά δάνεια («καταδάνειος οὐσία», Διόδ.).
Russian (Dvoretsky)
καταδάνειος: (δᾰ) обремененный долгами (οὐσία Diod.).