κάτθεμεν
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
English (LSJ)
v. κατατίθημι.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. ao.2 ind. épq. sync. de κατατίθημι.
English (Autenrieth)
see κατατίθημι.
Greek Monotonic
κάτθεμεν:I. Επικ. αντί κατα-θέμεν, αʹ πληθ. αορ. βʹ του κατατίθημι· αλλά. II.κατ-θέμεν αντί κατα-θεῖναι, απαρ.
Russian (Dvoretsky)
κάτθεμεν: эп. 1 л. pl. aor. 2 к κατατίθημι.