κλῄς
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
German (Pape)
[Seite 1452] κλῃδός, ἡ, att. = κλείς, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
κλῄς: ῇδος, ἡ, ἀρχ. Ἀττ. ἀντὶ τοῦ κλείς.
French (Bailly abrégé)
κλῃδός (ἡ) :
pl. gén. κλῃδῶν, acc. κλῇδας;
anc. att. c. κλείς.
Greek Monotonic
κλῄς: -ῃδός, ἡ, παλιός Αττ. αντί κλείς.
Russian (Dvoretsky)
κλῄς: ῃδός ἡ атт. = κλείς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλῄς oud- Att. voor κλείς.