λεκάνιον
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
τό, Ar.Ach.1110, Polyzel.4, Orib. Fr.88, v.l. in X.Cyr.1.3.4:
German (Pape)
[Seite 27] τό, dim. zu λεκάνη, Ar. Ach. 1110; Xen. Cyr. 1, 3, 4, Teller.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit bassin, cuvette.
Étymologie: λεκάνη.
Greek Monolingual
λεκάνιον, τὸ (Α) λεκάνη
μικρή πήλινη λεκάνη.
Greek Monotonic
λεκάνιον: τό, υποκορ., σε Αριστοφ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
λεκάνιον: (ᾰ) τό миска, блюдо Xen., Arph.
Middle Liddell
λεκάνιον, ου, τό,
Dim. of λεκά˘νη, Ar., Xen.