μελανότης
From LSJ
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A blackness, opp. λευκότης, Arist.Ph.244b17.
German (Pape)
[Seite 120] ητος, ἡ, die Schwärze, Galen. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνότης: -ητος, ἡ, οὐσιαστ. ἀφηρ. τοῦ μέλας, «μαυράδα», ἀντίθ. τῷ λευκότης, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, (παραφρ.), Ὠριγέν. 492Α, Ἀναστ. Σιν. 64C, κλ. 9
Russian (Dvoretsky)
μελᾰνότης: ητος ἡ чернота Arst.