νεότομος

From LSJ
Revision as of 12:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεότομος Medium diacritics: νεότομος Low diacritics: νεότομος Capitals: ΝΕΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: neótomos Transliteration B: neotomos Transliteration C: neotomos Beta Code: neo/tomos

English (LSJ)

ον,

   A fresh-cut, ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ A.Ch.25 (lyr.); ν. πλήγματα newly inflicted, S. Ant.1283.    II freshly cut off, ἕλιξ E.Ba.1170 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 245] = νεότμητος; ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ, Aesch. Ch. 25; νεοτόμοισι πλήγμασι, Soph. Ant. 1268; Eur. Bacch. 1169 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νεότομος: -ον, ὁ νεωστὶ κοπεὶς ἢ ἀνοιχθεὶς διὰ τοῦ ἀρότρου, ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ Αἰσχύλ. Χο. 25· νεοτόμοισι πλήγμασιν, νεωστὶ κατενεχθεῖσι, Σοφ. Ἀντ. 1283. ΙΙ. ὁ πρὸ μικροῦ ἀποκοπείς, ἕλξις Εὐρ. Βάκχ. 1171.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 fraîchement coupé ou entaillé;
2 qui vient d’être asséné.
Étymologie: νέος, τέμνω.

Greek Monolingual

νεότομος, -ον (Α)
1. (για τη γη) αυτός που ανοίχθηκε πρόσφατα με τη βοήθεια αρότρου
2. (για χτύπημα) αυτό που καταφέρθηκε πρόσφατα
3. αυτός που κόπηκε πριν από λίγο, φρεσκοκομμένος («φέρομεν ἐξ ὄρεος ἕλικα νεότομον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τομος (< τέμνω), πρβλ. ολιγό-τομος].

Greek Monotonic

νεότομος: -ον (τέμνω
I. φρεσκοκομμένος ή φρεσκοργωμένος, σε Αισχύλ.· νεότομα πλήγματα, πλήγματα που καταφέρθηκαν πρόσφατα, σε Σοφ.
II. αυτός που μόλις κόπηκε· ἕλιξ, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νεότομος:
1) недавно прорезанный, (о ране) только что нанесенный, свежий (ἄλοξ Aesch.; πλήγματα Soph.);
2) недавно срезанный (ἕλιξ Eur.).