περιγραπτός
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
German (Pape)
[Seite 572] umschrieben, begränzt; οὐκ ἐκ βραχέος καὶ περιγραπτοῦ ὁρμώμενοι Thuc. 7, 49; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιγραπτός: -ή, -όν, ὁ περιγεγραμμένος, περιωρισμένος, οὐκ ἐκ περιγραπτοῦ, ἐκ περιωρισμένου διαστήματος ἢ χώρου, Θουκ. 7. 49· τόπῳ περιγραπτὴν ἐρῶ τὴν φιλίαν Εὐσταθ. Πονημάτ. 333. 60.
Greek Monotonic
περιγραπτός: -όν, σημειωμένος γύρω-γύρω, περιγεγραμμένος, ἐκ περιγραπτοῦ, από ένα περιγεγραμμένο διάστημα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
περιγραπτός: очерченный, ограниченный: ἐκ βραχέος καὶ περιγραπτοῦ ὁρμᾶσθαι Thuc. производить вылазки с маленького и ограниченного участка.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιγραπτός -όν [περιγράφω] omschreven, begrensd.