πισσοτρόφος

Revision as of 09:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A yielding pitch, φυτά Plu.2.648d.

German (Pape)

[Seite 619] Pech nährend, gebend, Plut. Symp. 3, 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

πισσοτρόφος: -ον, ὁ παράγων πίσσαν, φυτὰ Πλούτ. 2. 648D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit (propr. qui nourrit) de la poix.
Étymologie: πίσσα, τρέφω.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για φυτά) αυτός από το ξύλο του οποίου εξάγεται πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + -τρόφος (< τρέφω)].

Russian (Dvoretsky)

πισσοτρόφος: образующий смолу, смолистый (φυτά Plut.).