ποπάνευμα

From LSJ
Revision as of 00:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποπᾰνευμα Medium diacritics: ποπάνευμα Low diacritics: ποπάνευμα Capitals: ΠΟΠΑΝΕΥΜΑ
Transliteration A: popáneuma Transliteration B: popaneuma Transliteration C: popanevma Beta Code: popa/neuma

English (LSJ)

ατος, τό, = sq., AP6.231 (Phil.), cj. in Theoc.26.7.

German (Pape)

[Seite 681] τό, wie von ποπανεύω, = πόπανον, Philp. 10 (VI, 231).

Greek (Liddell-Scott)

ποπάνευμα: τό, οἱονεὶ ἐκ ῥήμ. ποπᾰνεύω, = τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 6. 231.

Greek Monolingual

τὸ, Α
πόπανον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόπανον μέσω αμάρτυρου ρ. ποπανεύω].

Greek Monotonic

ποπάνευμα: -ατος, τό, όπως από ποπᾰνεύω = το επόμ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ποπάνευμα: ατος (πᾰ) τό Anth. = πόπανον.

Middle Liddell

ποπάνευμα, ατος, τό, [as if from ποπᾰνεύω] = πόπανον, Anth.]