πορδαλέος

From LSJ
Revision as of 11:03, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορδαλέος Medium diacritics: πορδαλέος Low diacritics: πορδαλέος Capitals: ΠΟΡΔΑΛΕΟΣ
Transliteration A: pordaléos Transliteration B: pordaleos Transliteration C: pordaleos Beta Code: pordale/os

English (LSJ)

(< πορδή) flatulent, Luc. Lex. 10.

German (Pape)

[Seite 682] (πορδή), farzig, Luc. Lexiph. 10.

Greek (Liddell-Scott)

πορδᾰλέος: -α, -ον, = παρδάλεος, Ὀππ. Κυν. 3. 647. ΙΙ. (πορδὴ) «πορδαλᾶς», «κλαν~ιάρης», Λουκ. Λεξιφάν. 10.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
puant.
Étymologie: πορδή.

Greek Monolingual

-έα, -ον, Α
αυτός που κλάνει συχνά, κλανιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορδή + επίθημα -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος, νυστ-αλέος)].

Russian (Dvoretsky)

πορδᾰλέος: зловонный Luc.