Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
[Seite 729] ion. = προκαθίζω, Her.
ion. c. προκαθίζω.
προκατίζω: ион. = προκαθίζω.
προκατίζω Ion. voor προκαθίζω.