προοχή
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
ἡ,
A prominent point, eminence, Plb.4.43.2.
German (Pape)
[Seite 738] ἡ, hervorragender Ort, Vorsprung, Pol. 4, 43, 2.
Greek (Liddell-Scott)
προοχή: ἡ, προέχον μέρος, ἐξοχή, ὕψωμα, Πολύβ. 4. 43, 2.
Greek Monolingual
ἡ, Α προέχω
το μέρος που προέχει, προεξοχή.
Russian (Dvoretsky)
προοχή: ἡ выступ, мыс Polyb.