πτάμενος
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
Greek (Liddell-Scott)
πτάμενος: -η, -ον, μετοχ. ἀορ. τοῦ πέταμαι, Ἰλ.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
part. ao.2 de ἵπταμαι.
English (Autenrieth)
see πέτομαι.
Greek Monotonic
πτάμενος: -η, -ον, μτχ. αορ. βʹ του πέταμαι.
Russian (Dvoretsky)
πτάμενος: part. aor. 2 к ἵπταμαι (med. к ἵπτημι).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτάμενος -η -ον ptc. aor. van πέτομαι.