σκυθρωπότης

From LSJ
Revision as of 19:31, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκυθρωπότης Medium diacritics: σκυθρωπότης Low diacritics: σκυθρωπότης Capitals: ΣΚΥΘΡΩΠΟΤΗΣ
Transliteration A: skythrōpótēs Transliteration B: skythrōpotēs Transliteration C: skythropotis Beta Code: skuqrwpo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A sullenness, Hp.Coac.210, D.H.Rh.11.8.

German (Pape)

[Seite 907] ητος, ἡ, das Wesen des σκυθρωπός, finsteres, mürrisches Wesen; Hippocr.; Luc. Icar. 5.

Greek (Liddell-Scott)

σκυθρωπότης: -ητος, ἡ, ὁ σκυθρωπὸς χαρακτήρ, μελαγχολία, κατήφεια, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 152D, Διον. Ἁλ. Τέχν. Ρητ. 8.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυθρωπότης -ητος, ἡ [σκυθρωπός] somberheid, ernst.

Russian (Dvoretsky)

σκυθρωπότης: ητος ἡ угрюмость (προσώπου Luc.).