σκυθρωπότης
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A sullenness, Hp.Coac.210, D.H.Rh.11.8.
German (Pape)
[Seite 907] ητος, ἡ, das Wesen des σκυθρωπός, finsteres, mürrisches Wesen; Hippocr.; Luc. Icar. 5.
Greek (Liddell-Scott)
σκυθρωπότης: -ητος, ἡ, ὁ σκυθρωπὸς χαρακτήρ, μελαγχολία, κατήφεια, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 152D, Διον. Ἁλ. Τέχν. Ρητ. 8.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκυθρωπότης -ητος, ἡ [σκυθρωπός] somberheid, ernst.
Russian (Dvoretsky)
σκυθρωπότης: ητος ἡ угрюмость (προσώπου Luc.).