συγκαταφαγεῖν
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
aor. inf. of συγκατεσθίω.
German (Pape)
[Seite 966] aor. zu συγκατεσθίω.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταφᾰγεῖν: ἀπαρ. ἀόρ. τοῦ συγκατεσθίω.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 de συγκατεσθίω.
Greek Monotonic
συγκαταφᾰγεῖν: απαρ. αορ. βʹ του συγκατεσθίω.
Russian (Dvoretsky)
συγκαταφᾰγεῖν: inf. aor. 2 к συγκατεσθίω.