συμπεριέλκω
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
A drag about together, in Pass., c. dat., PSI5.495.16 (iii B.C.), Placit.2.20.13.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριέλκω: περιέλκω ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 190Β, Γαλην. 19. 276.
French (Bailly abrégé)
tirer ou traîner ensemble tout autour.
Étymologie: σύν, περιέλκω.
Greek Monolingual
Α
περιέλκω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + περιέλκω «τραβώ εδώ και εκεί»].
Russian (Dvoretsky)
συμπεριέλκω: увлекать вокруг, уносить с собой: συμπεριελκόμενος τῇ κινήσει Plut. увлекаемый вращательным движением.