σχιδανόπους

From LSJ
Revision as of 08:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχῐδᾰνόπους Medium diacritics: σχιδανόπους Low diacritics: σχιδανόπους Capitals: ΣΧΙΔΑΝΟΠΟΥΣ
Transliteration A: schidanópous Transliteration B: schidanopous Transliteration C: schidanopous Beta Code: sxidano/pous

English (LSJ)

   A = σχιζόπους (q.v.), Arist.Frr.345,al.

German (Pape)

[Seite 1056] ὁ, ἡ, = σχιζόπους, Ath. IX, 397 b aus Arist.

Greek (Liddell-Scott)

σχῐδᾰνόπους: ὁ, ἡ, = σχιζόπους, Ἀριστ. Ἀποσπ. 269, 270, 272. 274, 275.

Greek Monolingual

-ουν, Α
σχιζόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο σχιδανός (< θ. σχιδ- του σχίζω, πρβλ. πιθανός) + πούς, ποδός «πόδι»].

Russian (Dvoretsky)

σχῐδᾰνόπους: 2, gen. ποδος Arst. = σχιζόπους.