ὑδροφοβία
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
ἡ,
A horror of water caused by the bite of a mad dog, hydrophobia, v.l. for foreg. in Dsc.2.47; ascribed by Men. to wine-drinkers, Fr.959.
German (Pape)
[Seite 1174] ἡ, die Wasserscheu, die auf den Biß des tollen Hundes folgt, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδροφοβία: ἡ, τὸ φοβεῖσθαι τὸ ὕδωρ, ὃ πάσχουσιν οἱ ὑπὸ λυσσῶντος κυνὸς δηχθέντες, λύσσα, hydrophobia, Cels. 5. 27· λέγεται ὑπὸ τοῦ Μενάνδρου ἐπὶ τῶν οἰνοποτῶν, ἐν Ἀδήλ. 503.
Greek Monolingual
η / ὑδροφοβία, ΝΑ, και ὑδροφόβη και ὑδροφοβή Α υδροφόβος
παθολογικός φόβος για το νερό ή για κάθε υγρό
νεοελλ.
1. παλαιότερη ονομασία της λύσσας
2. χημ. η ιδιότητα του υδρόφοβου.
Russian (Dvoretsky)
ὑδροφοβία: ἡ Men.; Plut. v. l. = ὑδροφόβας.