ὑπεναντιότης
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A opposition, Epicur.Ep.1p.28U., Nat.117 G., Str.10.2.12; ἡ τούτων (v.l. τῶν ἱερῶν) ὑ. J.Ap.1.25. II Math., subcontrariety, Nicom.Ar.2.28.
German (Pape)
[Seite 1187] ητος, ἡ, das Entgegen- od. Zuwidersein, die Uneinigkeit; Epicur. bei D. L. 10, 77; Strab. 10, 2, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεναντιότης: -ητος, ἡ, ἐναντιότης, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογέν. Λ. 10 77, Στράβ. 454· ἡ τῶν ἱερῶν ἐν. Ἰώσηπ. κατὰ Ἀπίωνος 1. 25.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεναντιότης: ητος ἡ противоположность или противоречие Epicur. ap. Diog. L.