φιλόπλους
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
qui aime naviguer.
Étymologie: φίλος, πλέω.
Greek Monolingual
-ουν, και ασυναίρ. τ. φιλόπλοος, -ον, Α
αυτός που του αρέσουν τα θαλάσσια ταξίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πλους (< πλοῦς/ πλόος < πλέω), πρβλ. θαλασσό-πλους].
Russian (Dvoretsky)
φιλόπλους: стяж. = φιλόπλοος.