φιλόπλους

From LSJ
Revision as of 02:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
qui aime naviguer.
Étymologie: φίλος, πλέω.

Greek Monolingual

-ουν, και ασυναίρ. τ. φιλόπλοος, -ον, Α
αυτός που του αρέσουν τα θαλάσσια ταξίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πλους (< πλοῦς/ πλόος < πλέω), πρβλ. θαλασσό-πλους].

Russian (Dvoretsky)

φιλόπλους: стяж. = φιλόπλοος.

Middle Liddell

φῐλό-πλους, ουν,
fond of sailing, Anth.