διαπαρατριβή

Revision as of 20:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ἡ,

   A constant wrangling, 1 Ep.Ti.6.5.

Greek (Liddell-Scott)

διαπαρατρῐβή: ἡ, βίαιος, σφοδρὸς ἀγών, φιλονικία, Ν. Δ. Α' Τιμ. Ϛ', 5, Κλήμης 1. 736 (Migne)· (κοιν. παραδιατριβαί).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
violente querelle.
Étymologie: διά, παρατριβή.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
diatriba constante διαπαρατριβαὶ διεφθαρμένων ἀνθρώπων τὸν νοῦν constantes diatribas de hombres de mente corrompida 1Ep.Ti.6.5.

Greek Monolingual

διαπαρατριβή, η (Α)
βίαιος ανταγωνισμός.

Greek Monotonic

διαπαρατρῐβή: ἡ, βίαιη διαμάχη, σφοδρός αγώνας, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

διαπαρατρῐβή: ἡ страстный спор (NT - v. l. παραδιατριβή).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-παρατριβή -ῆς, ἡ, alleen plur. geruzie, gekrakeel.

Middle Liddell

δια-παρα-τρῐβή, ἡ, n
violent contention, NTest.