κεκλέαται
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
κεκλήατο,
A v. καλέω:—κέκλετο, v. κέλομαι. κέκληγα, part. κεκληγώς, v. κλάζω. κεκλίᾰται, κεκλῐμένος, κέκλῐτο, v. κλίνω. κέκλομαι, κεκλόμενος, v. κέλομαι. κέκλῠθι, κεκλῠτε, v. κλύω.
Greek (Liddell-Scott)
κεκλέᾰται: κεκλήατο, ἴδε ἐν λέξ. καλέω·‒ κέκλετο, ἴδε ἐν λέξ. κέλομαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. pf. Pass. ion. de καλέω.
Greek Monotonic
κεκλέᾰται: Ιων. γʹ πληθ. παρακ. Παθ. του καλέω.
Russian (Dvoretsky)
κεκλέαται: ион. 3 л. pl. pf. pass. к καλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεκλέαται Ion. indic. perf. med. 3 plur. van καλέω.