κεντουρίων
From LSJ
English (LSJ)
v. κεντορίων.
Greek Monolingual
κεντουρίων και κεντυρίων, ὁ (ΑΜ)
εκατόνταρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. centurio, -onis].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεντο(υ)ρίων -ωνος, ὁ, ook κεντυρίων, Lat. centurion (Romeins legerofficier).