κόμμωμα

From LSJ
Revision as of 16:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόμμωμα Medium diacritics: κόμμωμα Low diacritics: κόμμωμα Capitals: ΚΟΜΜΩΜΑ
Transliteration A: kómmōma Transliteration B: kommōma Transliteration C: kommoma Beta Code: ko/mmwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A embellishment, Luc.Hist.Conscr.8.

German (Pape)

[Seite 1479] τό, das Geputzte, künstlicher Schmuck, Putz; τῇ ἱστορίᾳ τὰ τῆς ποιητικῆς κομμώματα εἰσάγειν Luc. hist. conscr. 8.

Greek (Liddell-Scott)

κόμμωμα: τό, καλλώπισμα, διακόσμησις, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 8.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ornement recherché, parure.
Étymologie: κομμόω.

Greek Monolingual

κόμμωμα, τὸ (Α) κομμώ (II)]
καλλώπισμα, διακόσμηση.

Russian (Dvoretsky)

κόμμωμα: ατος τό украшение, прикраса, красота (τὰ τῆς ποιητικῆς κομμώματα Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόμμωμα -ατος, τό [κομμόω] versiering.