κρεοδοσία

From LSJ
Revision as of 09:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεοδοσία Medium diacritics: κρεοδοσία Low diacritics: κρεοδοσία Capitals: ΚΡΕΟΔΟΣΙΑ
Transliteration A: kreodosía Transliteration B: kreodosia Transliteration C: kreodosia Beta Code: kreodosi/a

English (LSJ)

ἡ,    A = κρεοδαισία, Zonar., v.l. in Plu.Demetr.11:

Greek (Liddell-Scott)

κρεοδοσία: ἡ, = κρεοδαισία, Ζωναρ. 1253, διάφ. γραφ. ἐν Πλουτ. Δημητρ. 11· ― κρεοδοτέω, Ζωναρ. 1258· ἐκ τοῦ κρεοδότης, ου, ὁ, = κρεοδαίτης, Σουΐδ., γραφόμενον κρεωδότης, ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4485. Ἴδε ἐν λέξ. κρεω-.

Greek Monolingual

η (Μ κρεοδοσία) κρεοδότης
διανομή κρέατος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεοδοσία -ας, ἡ [κρέας, δίδωμι] verdeling van vlees.