πατάξ
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
English (LSJ)
A v. εὐράξ 11. παταπῶ· πάλαι ποτέ, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
πατάξ: ἴδε εὐράξ.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. φρ. «εὐρὰξ πατάξ» — αναφώνηση για εκδίωξη πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πάταγος.
Greek Monotonic
πατάξ: βλ. εὐράξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατάξ weg!, kst! (geluid om vogels weg te jagen).