τριταγωνιστέω

From LSJ
Revision as of 11:55, 7 January 2019 by Spiros (talk | contribs)

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐτᾰγωνιστέω Medium diacritics: τριταγωνιστέω Low diacritics: τριταγωνιστέω Capitals: ΤΡΙΤΑΓΩΝΙΣΤΕΩ
Transliteration A: tritagōnistéō Transliteration B: tritagōnisteō Transliteration C: tritagonisteo Beta Code: tritagwniste/w

English (LSJ)

   A to be a τριταγωνιστής, D.18.262, 265, etc.; τ. τινί play the third part to another, Plu.2.840a.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐτᾰγωνιστέω: εἶμαι τριταγωνιστής, Δημ. 314. 12· ἐτριταγωνίστεις, ἐγὼ δὲ ἐθεώρουν 315. 18, κλπ.· τριταγωνιστῶν Ἀριστοδήμῳ ἐν τοῖς Διονυσίοις διετέλει Πλούτ. 2. 840Α.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
jouer les rôles de troisième ordre.
Étymologie: τριταγωνιστής.

Greek Monotonic

τρῐτᾰγωνιστέω: μέλ. τριταγωνιστήσω, είμαι τριταγωνιστής, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐτᾰγωνιστέω: играть третьестепенную роль Dem.: τ. τινι Plut. играть третью роль в чем-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριταγωνιστέω [τριταγωνιστής] tritagonist spelen.