συμπροΐημι

From LSJ
Revision as of 15:55, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπροΐημι Medium diacritics: συμπροΐημι Low diacritics: συμπροίημι Capitals: ΣΥΜΠΡΟΙΗΜΙ
Transliteration A: symproḯēmi Transliteration B: symproiēmi Transliteration C: symproiimi Beta Code: sumproi+/hmi

English (LSJ)

in Med., join in paying, of a bank official, BGU 1748.4 (i BC), al.

Greek (Liddell-Scott)

συμπροΐημι: συμπροπέμπω, προπέμπω, Ἀριστ. Μηχαν. 4. 3, Θεόδ. Ὑρτακ. ἐν Ἀνεκδ. Boiss. τ. 2, σ. 439.

Greek Monolingual

ΜΑ
καταβάλλω από κοινού με άλλον χρηματικό ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + προΐημι «αφήνω, παραδίδω»].

Russian (Dvoretsky)

συμπροΐημι: выбрасывать вперед, проталкивать (τὴν ναῦν Arst.).