συγκαλλύνω

From LSJ
Revision as of 14:41, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαλλύνω Medium diacritics: συγκαλλύνω Low diacritics: συγκαλλύνω Capitals: ΣΥΓΚΑΛΛΥΝΩ
Transliteration A: synkallýnō Transliteration B: synkallynō Transliteration C: sygkallyno Beta Code: sugkallu/nw

English (LSJ)

   A sweep up together, Arist.Pr.936b27.

German (Pape)

[Seite 964] zusammen kchren, scgen, Arist. probl. 24, 9, τὰ διαῤῥιπτόμενα.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαλλύνω: καλλύνω, σαρώνω ὁμοῦ, Ἀριστ. Προβλ. 24. 9, 1· πρβλ. καλλύνω.

Greek Monolingual

Α
σαρώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καλλύνω «ευτρεπίζω, καθαρίζω, σαρώνω» (< κάλλος, τὸ)].

Russian (Dvoretsky)

συγκαλλύνω: (ῡ) сметать, сгребать вместе (τὸ διαρριπτούμενον Arst.).