πτῆμα

From LSJ
Revision as of 15:45, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

German (Pape)

[Seite 809] τό, der Flug, bei Suid.

Greek (Liddell-Scott)

πτῆμα: τό, πτῆσις, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Μ
η πτήση, το πέταγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πτη- (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν της δισύλλαβης ρίζας πετᾱ- του πέτομαι) + κατάλ. -μα (πρβλ. τμή-μα)].

Frisk Etymological English

πτηνός, πτῆσις See also: s. πέτομαι.

Frisk Etymology German

πτῆμα: πτηνός, πτῆσις
{ptē̃ma}
See also: s. πέτομαι.
Page 2,613