λῄτειρα

From LSJ
Revision as of 22:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῄτειρα Medium diacritics: λῄτειρα Low diacritics: λήτειρα Capitals: ΛΗΤΕΙΡΑ
Transliteration A: lḗiteira Transliteration B: lēteira Transliteration C: liteira Beta Code: lh/|teira

English (LSJ)

ἡ,

   A public priestess, Call.Fr.123, Hsch.; cf. λείτειραι.

Greek (Liddell-Scott)

λῄτειρα: ἡ, δημοσία ἱέρεια, Καλλ. Ἀπόσπ. 123, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λῄτειρα, ἡ (Α)
δημόσια ιέρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλυκός τ. του λητῆρες (πρβλ. γενέτ-ειρα, καθηγήτ-ειρα) με υπογεγραμμένη πιθ. λόγω επίδρασης από τους τ. λήϊτος, ληΐτη «ιέρεια» (πρβλ. λήτωρ)].