Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
Full diacritics: λείτειραι | Medium diacritics: λείτειραι | Low diacritics: λείτειραι | Capitals: ΛΕΙΤΕΙΡΑΙ |
Transliteration A: leíteirai | Transliteration B: leiteirai | Transliteration C: leiteirai | Beta Code: lei/teirai |
ἱέρειαι, Hsch. (Cf. λῄτειρα). λειτῖνος· πέμματος εἶδος, Id. λειτνεία, dub. sens. in POxy.1740.12 (iii/iv A.D.). λειτόν· βλάσφημον, Hsch.
λείτειραι (Α) λείτωρ
(κατά τον Ησύχ.) «ἱέρειαι».