εύνις

From LSJ
Revision as of 11:10, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5

Greek Monolingual

(I)
εὖνις, -ιδος και -ιος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει στερηθεί από κάποιον ή κάτι, που του λείπει κάποιος, ο έρημος («ὅς μ' υἱῶν... εὖνιν ἔθηκε», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που δεν έχει παιδιά, ο στερημένος από τέκνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παράλ. τ. εύνιος. Πιο συγγενές με ορισμένα επίθετα που περιείχαν u- ή va-, όπως αρχ. ινδ. ūna «ανεπαρκής», αβεστ. ŭna «ανεπαρκής», αρμ. unayn «κενός», λατ. vanus «κενός, μάταιος», γοτθ. wans «ελλείπων»].
(II)
εὖνις, -ιδος ἡ (Α) ευνή
1. ευνέτις, συγκοιμωμένη, σύζυγος («ξὺν Ἡρακλεῑ τὸ πρῶτον εὖνις ἑσπόμην», Σοφ.)
2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν και αρσ.) ο εύνις
ο σύζυγος.