ζωοτρόφος

From LSJ
Revision as of 09:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191

Greek Monolingual

(I)
ζωοτρόφος, -ον (Α)
(για το γάλα) ζωοποιός, θρεπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο-τρόφος, κτηνο-τρόφος].
(II)
-ο (Α ζῳοτρόφος, -ον)
αυτός που τρέφει ζώα, που παράγει και συντηρεί ζώα, κτηνοτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο-τρόφος, κτηνο-τρόφος].