κουρούνα
From LSJ
Greek Monolingual
(I)
η (Μ κουρούνα)
1. είδος στρουθιόμορφου πτηνού, η κορώνη
2. φρ. «γίνομαι κουρούνα στο μεθύσι» — μεθώ πολύ
νεοελλ.
1. η καμπύλη άκρη του αλετριού
2. παροιμ. «είπε κι η κουρούνα κρα» — λέγεται για πολύ συνηθισμένα φαινόμενα που επαναλαβάνονται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κορώνα, με κώφωση ή πιθ. με επίδραση της κατάλ. -ούνι / -ούνα και αφομοίωση (κορούνα > κουρούνα)].
(II)
κουρούνα, ἡ (Μ)
1. στέμμα
2. φρ. «αυλή της κουρούνας» — βασιλική αυλή (Ασσίζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. courouna].