μυία
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Full diacritics: μυία | Medium diacritics: μυία | Low diacritics: μυία | Capitals: ΜΥΙΑ |
Transliteration A: myía | Transliteration B: muia | Transliteration C: myia | Beta Code: mui/a |
(I)
η (Α μυῑα και αττ. τ. μῡα)
βλ. μύγα.
(II)
μυία (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κυνά, ἀναιδῆ».