αἰθεροδρόμος

From LSJ
Revision as of 15:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰθεροδρόμος Medium diacritics: αἰθεροδρόμος Low diacritics: αιθεροδρόμος Capitals: ΑΙΘΕΡΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: aitherodrómos Transliteration B: aitherodromos Transliteration C: aitherodromos Beta Code: ai)qerodro/mos

English (LSJ)

ον,

   A ether-skimming, οἰωνοί Cines. ap. Ar.Av. 1393; ὧραι IG12(5).891 (Tenos, perh. by Aratus), cf. 9(1).881.7 (Corcyra).

Greek (Liddell-Scott)

αἰθεροδρόμος: -ον, ὁ τὸν ἀέρα διατρέχων, Κινησίας παρ’ Ἀριστοφ. Ὄρ. 1393, Ἀνθ. Πλαν. 384, Συλλ. Ἐπιγρ. 1907.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court dans les airs.
Étymologie: αἰθήρ, δραμεῖν.

Spanish (DGE)

-ον
que corre por el aire οἰωνοί Ar.Au.1392, de la representación pictórica de un auriga AP 16.384
que discurre por el éter ὧραι IG 12(5).891.7 (Tenos I a.C.), ἀστέρες IG 92.1036.7 (Corcira II/III d.C.).

Greek Monotonic

αἰθεροδρόμος: -ον (δραμεῖν), αυτός που κινείται με γρήγορες κινήσεις στον αιθέρα, αυτός που σχίζει τον αέρα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

αἰθεροδρόμος: носящийся в эфире (πετεινά Arph.).

Middle Liddell

δραμεῖν
ether-skimming, Anth.