λυσσαίνω
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
A rave, τινι against one, S.Ant.633.
Greek (Liddell-Scott)
λυσσαίνω: εἶμαι λυσσασμένος, τινι, ἐναντίον τινός, Σοφ. Ἀντ. 633.
French (Bailly abrégé)
part. prés.
être en fureur contre, τινι.
Étymologie: λύσσα.
Greek Monolingual
λυσσαίνω (Α) λύσσα
είμαι πάρα πολύ οργισμένος με κάποιον.
Greek Monotonic
λυσσαίνω: μαίνομαι τινί, εναντίον κάποιου, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
λυσσαίνω: быть в бешенстве, неистовствовать от гнева (τινί Soph.).