βαναυσικός Search Google

From LSJ
Revision as of 14:04, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰναυσικός Medium diacritics: βαναυσικός Low diacritics: βαναυσικός Capitals: ΒΑΝΑΥΣΙΚΟΣ
Transliteration A: banausikós Transliteration B: banausikos Transliteration C: vanafsikos Beta Code: banausiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for artisans: τέχνη β. handicraft, X. Smp.3.4, Oec.4.2; τὸ β. Arist.Pol.1321a6.

German (Pape)

[Seite 431] handwerksmäßig, τέχναι, handwerksmäßig betriebene Künste, Handwerke, Xen. Oec. 4, 2 Conv. 3, 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’artisan.
Étymologie: βάναυσος.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
propio de artesano, artesanal βαναυσικὴ τέχνη artesanía X.Smp.3.4, Oec.4.2, Poll.7.6
τὸ μέρος βαναυσικόν el artesanado Arist.Pol.1321a6.

Greek Monolingual

βαναυσικός, -ή, -όν (Α) βάναυσος
1. ο σχετικός με τον χειρώνακτα
2. το θηλ. ως ουσ. η βαναυσική
η χειρωναξία
3. το ουδ. ως ουσ. το βαναυσικόν
η χειρωναξία.

Greek Monotonic

βᾰναυσικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει στους εργάτες, χειρώνακτες· τέχνη βαναυσική, χειρωνακτική τέχνη, Λατ. ars sellularia, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

βᾰναυσικός: ремесленный, ручной, тж. механический (τέναι Xen.).

Middle Liddell

[from βάναυσος
of or for mechanics: τέχνη β. a mere mechanical art, Lat. ars sellularia, Xen.