ἀνέμπληκτος

From LSJ
Revision as of 11:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέμπληκτος Medium diacritics: ἀνέμπληκτος Low diacritics: ανέμπληκτος Capitals: ΑΝΕΜΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: anémplēktos Transliteration B: anemplēktos Transliteration C: anempliktos Beta Code: a)ne/mplhktos

English (LSJ)

ον,

   A intrepid, Sch.E.Or.1479. Adv. -τως Plu.Galb. 23 (nisi legendum ἀνεκπλήκτως).

German (Pape)

[Seite 223] unerschüttert, Adv., Plut. Galb. 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέμπληκτος: -ον, ὁ μὴ ἐκπληττόμενος, ἀτρόμητος. - Ἐπιρρ. -τως ἐν Πλουτ. Γάλβ. 23· ἀλλ’ ἴσως ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀνεκπλήκτως.

Spanish (DGE)

-ον
1 intrépido Sch.E.Or.1479.
2 adv. -ως intrépidamente Plu.Galb.23 (ap. crít.).

Greek Monolingual

ἀνέμπληκτος, -ον (Α)
1. ο μη εκπλησσόμενος
2. επίρρ. ανεμπλήκτως
με απάθεια, ήρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + έμπληκτος < (εμπλήσσω) «έκπληκτος»].

Greek Monotonic

ἀνέμπληκτος: -ον, ατρόμητος, άφοβος· στο επίρρ. -τως, σε Πλούτ.

Middle Liddell

intrepid: in adv. -τως, Plut.