εἰσβατός

From LSJ
Revision as of 10:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσβᾰτός Medium diacritics: εἰσβατός Low diacritics: εισβατός Capitals: ΕΙΣΒΑΤΟΣ
Transliteration A: eisbatós Transliteration B: eisbatos Transliteration C: eisvatos Beta Code: ei)sbato/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A accessible, τῇτόλμῃ Th.2.41.

German (Pape)

[Seite 741] zugänglich, Thuc. 2, 41.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσβᾰτός: -ή, -όν, προσιτός, τῇ τόλμῃ Θουκ. 2. 41.

Greek Monolingual

εἰσβατός, -όν (AM)
(για χώρο) προσιτός, αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να μπει.

Greek Monotonic

εἰσβᾰτός: -ή, -όν (εἰσβαίνω), ευκολοπλησίαστος, προσιτός, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

εἰσβᾰτός: староатт. ἐσβατός 3 доступный (θάλασσα καὶ γῆ τῇ τόλμῃ τινός Thuc.).

Middle Liddell

εἰσβᾰτός, ή, όν εἰσβαίνω
accessible, Thuc.