δημοκόπος

From LSJ
Revision as of 14:55, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοκόπος Medium diacritics: δημοκόπος Low diacritics: δημοκόπος Capitals: ΔΗΜΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: dēmokópos Transliteration B: dēmokopos Transliteration C: dimokopos Beta Code: dhmoko/pos

English (LSJ)

ὁ, demagogue, D.H.5.65, D.S.18.10, Ph.2.47, etc.

German (Pape)

[Seite 563] ὁ, Volksschmeichler, der die Gunst des Volkes auf jede Weise zu erhaschen sucht, Dion. Hal. 5, 65 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δημοκόπος: ὁ, δημαγωγός,Διον.Ἁλ. 5. 65· πρβλ. διξοκόπος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui capte la faveur populaire, démagogue.
Étymologie: δῆμος, κόπτω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ captador del favor popular, demagogo ἀρέσαντες ἀνθρώπ[οις] μεγαλοπλούτοις καὶ δυν[α] στευτικοῖς ἢ καὶ δημοκόποις Phld.Adul.5.4G., δ. καὶ πονηρός D.H.5.65, cf. 6.27, 7.15, τῶν δὲ δημοκόπων ἀνασειόντων τὰ πλήθη D.S.18.10, δ. καὶ δημηγόρος Ph.2.47, Διονύσιοι δημοκόποι Ph.2.520, γνώμη ... ἦν ... Τερεντίου δ', οἷα δημοκόπου App.Hann.18.

Greek Monolingual

ο (Α δημοκόπος)
ο δημαγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -κοπος < κόπτω.

Greek Monotonic

δημοκόπος: ὁ, δημαγωγός, λαοπλάνος.

Russian (Dvoretsky)

δημοκόπος: Diod. = δημοκοπικός.

Middle Liddell

a demagogue.