γύαια
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
τά, ( A γύης 11) = πρυμνήσια, AP10.1 (Leon.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 507] τά, Taue, mit denen das Schiff vom Hintertheil aus am Lande festgebunden wird, Leon. Tar. 57 (X, 1).
Greek (Liddell-Scott)
γύαια: τά, (γύης ΙΙ)=πρυμνήσια, Ἀνθ. Π. 10. 1.
Spanish (DGE)
-ων, τά náut. amarras, AP 10.1 (Leon.), Hsch.
Greek Monotonic
γύαια: τά (γύης II) = πρυμνήσια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
γύαια: τά причальные канаты Anth.
Middle Liddell
= πρυμνήσια, Anth.] γύης 11]