ἐξηγητικός

From LSJ
Revision as of 15:05, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξηγητικός Medium diacritics: ἐξηγητικός Low diacritics: εξηγητικός Capitals: ΕΞΗΓΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: exēgētikós Transliteration B: exēgētikos Transliteration C: eksigitikos Beta Code: e)chghtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for narrative, Diom. p.428K.: Comp. Adv. -ώτερον Antig.Mir.60.    2 explanatory, Hermog.Id.1.6, Alex. Aphr. in Metaph.358.13, S.E. M.9.132, etc. Adv. -κῶς ib.7.28.    II ἐξηγητικά (sc. βιβλία), τά, title of work on religious rites by Anticlides, Plu.Nic.23: -κόν, τό, work by Timosthenes, Sch.A.R.3.847.

German (Pape)

[Seite 880] ή, όν, erklärend, auslegend, Schol. oft; Plut. Nic. 23 u. sonst τὰ ἐξηγητικά, Bücher um Erklären der Wunderzeichen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξηγητικός: -ή, -όν, ὁ περὶ τὴν ἐξήγησιν, ἑρμηνευτικός, περ’ τῶν μερῶν τῆς γραμματικῆς, Α. Β. 659, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 847. ΙΙ ἐξηγητικὰ (ἐνν. βιβλία), τά, βιβλία περὶ ἑρμηνείας οἰωνῶν, Πλουτ. Νικ. 23: - Ἐπίρρ. -κῶς, ἑρμηνευτικῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 28.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à raconter ou à expliquer : τὰ ἐξηγητικά (βιβλία) PLUT traités de l’interprétation des songes.
Étymologie: ἐξηγέομαι.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐξηγητικός, -ή, -όν) εξηγητής
ερμηνευτικός, διασαφητικός («εξηγητικά σχόλια»)
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διήγηση.

Greek Monotonic

ἐξηγητικός: -ή, -όν, ερμηνευτικός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξηγητικός: разъясняющий, истолковывающий Sext.

Middle Liddell

ἐξηγητικός, ή, όν
of or for interpretation, Plut.