εὔσελμος

From LSJ
Revision as of 10:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔσελμος Medium diacritics: εὔσελμος Low diacritics: εύσελμος Capitals: ΕΥΣΕΛΜΟΣ
Transliteration A: eúselmos Transliteration B: euselmos Transliteration C: eyselmos Beta Code: eu)/selmos

English (LSJ)

Ep. ἐΰσσελμος, ον, (σέλμα)

   A well-benched or -decked, Hom. always in Ep. form, νηός, νῆες, Il.2.170, Od.2.390, al., cf. Stes.32, E. Rh.97; cj. in Id.IT1383.

German (Pape)

[Seite 1097] ep. ἐΰσσελμος, wohl mit Ruderbänken versehen, VLL. εὔζυγος; übh. wohlberudert, Hom. oft, stets in der epischen Form u. von Schiffen; von Schiffen auch Stesichor. bei Plat. Phaedr. 243 a; Eur. I. T 1383; Orph.

Greek (Liddell-Scott)

εὔσελμος: Ἐπικ. ἐΰσσελμος, ον, (σέλμα) ἔχων καλὰ σέλματα, ζυγὰ ἢ καθέδρας, καλὰ θρανία διὰ τοὺς κωπηλάτας, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν τῷ Ἐπικ. τύπ. ὡς ἐπίθετ. τῶν πλοίων, νηὸς ἐϋσσέλμοιο, «εὐκαθέδρου· σέλματα γὰρ αἱ τῶν ἐρεσσόντων καθέδραι» (Σχόλ.) Ἰλ. Β. 170· οὕτω Στησίχ. 29, Εὐρ. Ι. Τ. 1383 (ἐν τῷ κοινῷ τύπῳ). ― Κατ’ ἄλλους τὸ ἐΰσσελμος ναῦς σημαίνει πλοῖον ἔχον καλόν, στερεὸν κατάστρωμα (ἐν τῇ πρῴρᾳ μόνον καὶ τῇ πρύμνῃ), ἴδε Λεξικ. Ὁμηρ. Autenrieth καὶ τὸ τοῦ Πανταζίδου.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
muni d’un bon tillac, de bonnes planches, de bancs solides.
Étymologie: εὖ, σέλμα.

Greek Monolingual

εὔσελμος και επικ. τ. ἐΰσσελμος, -ον (Α)
(για πλοία) αυτός που έχει καλά σέλματα, θέσεις για τους κωπηλάτες («νηὸς ἐϋσσέλμοιο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σέλμα.

Greek Monotonic

εὔσελμος: Επικ. ἐΰσ-σελμος, -ον (σέλμα), αυτός που έχει καλά καθίσματα, αυτός που έχει καλές σειρές κουπιών, σε Όμηρ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔσελμος: эп. ἐΰσσελμος 2 снабженный хорошей палубой, покрытый крепкими досками (ναῦς Hom., Stesichorus ap. Plat., Eur.).

Middle Liddell

σέλμα
well-benched, with good banks of oars, Hom., Eur.