πρόσβορρος

From LSJ
Revision as of 11:00, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσβορρος Medium diacritics: πρόσβορρος Low diacritics: πρόσβορρος Capitals: ΠΡΟΣΒΟΡΡΟΣ
Transliteration A: prósborros Transliteration B: prosborros Transliteration C: prosvorros Beta Code: pro/sborros

English (LSJ)

ον,

   A towards or exposed to the north wind, E.Ion 11,937, Thphr.HP9.2.3, v.l. in Arist.GA783a31: Sup. -βορρότατος Str.Chr. 11.48.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσβορρος: -ον, ὁ πρὸς βορρᾶν κείμενος ἢ εἰς τὸν βόρειον ἄνεμον ἐκτεθειμένος, Εὐρ. Ἴων 11. 937, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 2, 3, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tourné vers le nord, exposé au nord.
Étymologie: πρός, βορέας.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται προς βορράν, ο εκτεθειμένος στον βόρειο άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -βορρος (< βορρᾶς].

Greek Monotonic

πρόσβορρος: -ον (βορρᾶς), εκτεθειμένος στον βορρά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πρόσβορρος: обращенный к северу (πέτραι Eur.): ἐν τοῖς προσβόρροις (v. l. πρὸς βορρᾶν) Arst. на севере.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσβορρος -ον [πρός, βορέας] naar het noorden gelegen.

Middle Liddell

πρόσ-βορρος, ον, [βορρᾶς]
exposed to the north, Eur.