συνεπεκπίνω

From LSJ
Revision as of 14:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπεκπίνω Medium diacritics: συνεπεκπίνω Low diacritics: συνεπεκπίνω Capitals: ΣΥΝΕΠΕΚΠΙΝΩ
Transliteration A: synepekpínō Transliteration B: synepekpinō Transliteration C: synepekpino Beta Code: sunepekpi/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A drink off together, ἅμα τινί AP6.292 (Hedyl., dub.l.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεπεκπίνω: ἐκπίνω ὁμοῦ, ἅμα τινὶ Ἀνθ. Π. 6. 292.

French (Bailly abrégé)

absorber ou vider ensemble.
Étymologie: σύν, ἐπεκπίνω.

Greek Monolingual

Α
πίνω από κοινού με κάποιον κάτι μετά από κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπεκπίνω «πίνω κάτι μετά από κάτι άλλο»].

Greek Monotonic

συνεπεκπίνω: μέλ. -πίομαι, πίνω μαζί μέχρι την τελευταία σταγόνα, ρουφώ μαζί ως τον πάτο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπεκπίνω: (aor. 2 συνεπέκπιον) вместе выпивать (ἅμα τινί Anth.).

Middle Liddell

fut. -πίομαι
to drink off together, Anth.